- επιξέω
- (Α ἐπιξέω) [ξέω]ξύνω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, γρατζουνίζωαρχ.μτφ. χτενίζω, καλλωπίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιξέετε — ἐπιξέω scrape pres imperat act 2nd pl (epic ionic) ἐπιξέω scrape pres ind act 2nd pl (epic ionic) ἐπιξέω scrape imperf ind act 2nd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξέουσι — ἐπιξέω scrape pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) ἐπιξέω scrape pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξεομένην — ἐπιξέω scrape pres part mp fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξέειν — ἐπιξέω scrape pres inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξέοντες — ἐπιξέω scrape pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξέων — ἐπιξέω scrape pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίξεστος — ἀνεπίξεστος, ον (AM) (για οικοδόμημα) ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»] … Dictionary of Greek
επίξεση — η [επιξέω] ελαφρό ξύσιμο τής επιφάνειας … Dictionary of Greek
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek